Τα κεφαλαιακά αποθέματα φέρνουν νέες εξαγορές
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει καλύτερες επιδόσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και αναμένουμε ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί, με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να εκτιμάται γύρω στο 2% για την περίοδο 2025-27. Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση και οι ευνοϊκές εξελίξεις στην απασχόληση αναμένεται να στηρίξουν τις επιδόσεις της Ελλάδας. Η υγιής οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων, εκτιμάται ότι θα συμβάλει στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις, αποτελούν δυνητικές απειλές για τη θετική δυναμική της Ελλάδας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν ισχυρά αποτελέσματα στο εννεάμηνο του 2025, παρά τις πιέσεις στα καθαρά έσοδα από τόκους. Η μέση ετησιοποιημένη απόδοση ιδίων κεφαλαίων του κλάδου διαμορφώθηκε στο 12,5%, μειωμένη από 14% στο εννεάμηνο του 2024, κυρίως λόγω της συσσώρευσης κεφαλαίων. Τα αποτελέσματα του εννεαμήνου 2025, όμως, δεν είναι πλήρως συγκρίσιμα σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω της εξαγοράς της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank στο γ’ τρίμηνο του 2024.
Τα συνολικά καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 5% σε ετήσια βάση· ωστόσο, έχουν σταθεροποιηθεί τα τελευταία τρίμηνα, ως αποτέλεσμα της παύσης των μειώσεων επιτοκίων, της στήριξης από την πιστωτική επέκταση, των τιτλοποιήσεων σταθερού εισοδήματος, καθώς και του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης. Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες και συναλλαγές αντιστάθμισαν τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους.
Τα λειτουργικά έξοδα αυξήθηκαν, αντανακλώντας κυρίως τη διευρυμένη περίμετρο της Eurobank, τις αυξημένες επενδύσεις στον ψηφιακό μετασχηματισμό και τις δαπάνες για τη στήριξη συγχωνεύσεων και εξαγορών. Παρ’ όλα αυτά, ο μέσος δείκτης κόστους προς έσοδα διαμορφώθηκε στο 35% στο εννεάμηνο, μεταξύ των χαμηλότερων επιπέδων στην Ευρώπη. Οι μέσοι δείκτες μικτών και καθαρών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μειώθηκαν περαιτέρω σε 2,8% και 0,6% αντίστοιχα, στο τέλος Σεπτεμβρίου 2025. Οι δείκτες χρηματοδότησης και ρευστότητας παραμένουν ισχυροί και οι τράπεζες διατηρούν ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν στραφεί ολοένα και περισσότερο σε ευκαιρίες συγχωνεύσεων και εξαγορών, συμπεριλαμβανομένων συμπληρωματικών εξαγορών. Κατά την άποψή μας, αυτή η τάση μπορεί να συνεχιστεί στο μέλλον, καθώς οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν σημαντικά κεφαλαιακά αποθέματα, πάνω από τις κανονιστικές απαιτήσεις, και επιδιώκουν οικονομίες κλίμακας, συνέργειες και πιο διαφοροποιημένα επιχειρηματικά μοντέλα.
Δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, περαιτέρω δυνητικές ευκαιρίες εξαγορών και συγχωνεύσεων θα μπορούσαν να προέλθουν από γειτονικούς τομείς, όπως η διαχείριση περιουσίας και οι ασφαλιστικές δραστηριότητες. Η ενίσχυση της γεωγραφικής διαφοροποίησης εκτός Ελλάδας παραμένει επίσης μια επιλογή.
Κατά την άποψή μας, η περιορισμένη διαφοροποίηση των εσόδων, καθώς και η υποτονική πιστωτική δραστηριότητα– ιδίως στα στεγαστικά δάνεια λιανικής– παραμένουν οι βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες. Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2025, η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών ήταν ασθενής, αν και βελτιωμένη, με τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις να εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό των κεφαλαίων τους.
Ο Andrea Costanzo είναι αντιπρόεδρος για τις αξιολογήσεις ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του οίκου Morningstar DBRS